Το μεγάλο μυστήριο της δημιουργικότητας | InMedHealth

 

Το μεγάλο μυστήριο της δημιουργικότητας

Η έννοια της δημιουργικότητας περικλείεται από ένα πέπλο μυστηρίου που γοητεύει και προκαλεί το ενδιαφέρον των ανθρώπων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η φευγαλέα φύση της σε συνδυασμό με την πολυδιάστατη επίδρασή της στη ζωή μας, διεγείρει την γνωστική και συναισθηματική μας περιέργεια και τη θέληση για μελέτη και αποκρυπτογράφησή της. Ας μη λησμονούμε εξάλλου ότι, κατά τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος «φύσει ορέγεται του ειδέναι». Για τους λόγους αυτούς, οι επιστήμονες προσεγγίζουν τη δημιουργικότητα από διάφορα επιστημονικά παραδείγματα, ήτοι διάφορες σκοπιές θέασης: την ψυχολογική σκοπιά, ως νοητική ικανότητα – σε παραλληλισμό με τη νοημοσύνη – ή ως γνώρισμα της προσωπικότητας, την ψυχοκοινωνική σκοπιά, τη σκοπιά της σύγχρονης γνωστικής επιστήμης, της υπολογιστικής επιστήμης, της διδακτικής και της εκπαιδευτικής ψυχολογίας, της οργάνωσης επιχειρήσεων, της εθνολογίας, ενώ έχουν γίνει και διεπιστημονικές συνθετικές προσεγγίσεις (βλ. ενδεικτικά: Ξανθάκου, 1998∙ Houtz, 2003; Ward, Smith, & Vaid, 2001).

Ορίζοντας τη Δημιουργικότητα

Πώς μπορεί να οριστεί εν τέλει η έννοια της δημιουργικότητας και ταυτόχρονα να οριοθετηθεί επαρκώς από άλλες έννοιες και ποια τα διακριτά χαρακτηριστικά της; Μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα αυτό θα ήταν ότι η δημιουργικότητα έχει διττή φύση. Συνίσταται στη παραγωγή ενός νέου και πρωτότυπου προϊόντος και συγχρόνως συνίσταται και στην ικανότητα δημιουργίας.  Είναι η ανακάλυψη, η εφεύρεση και η γένεση μιας ιδέας, η οποία διανοίγει νέες πραγματικότητες στο ανθρώπινο πνεύμα (Ευκλείδη, 2011). Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ένα δημιουργικό έργο συχνά έχει διαχρονική αξία. Στο σημείο αυτό, εύλογα αναρωτιέται κανείς ότι απαντώντας μερικώς στο πρώτο αυτό ερώτημα, ξεπηδούν άλλα νέα και ενδιαφέροντα ερωτήματα. 

Ένα από αυτά είναι πώς καταλήγει κανείς σε μια δημιουργική πράξη και με ποιο εξωτερικό κριτήριο μπορεί αυτή να οριστεί; Η δικαιολογημένη αυτή σύγχυση ενισχύεται και από το γεγονός ότι τα άτομα που χαρακτηρίζονται δημιουργικά (εφευρέτες, καλλιτέχνες κ.α) συχνά δε γνωρίζουν πώς φτάνουν στη γένεση πρωτότυπων ιδεών. Κατά τη συμπεριφορική άποψη, η δημιουργικότητα προκύπτει από έναν απροσδόκητο και καινοφανή συνδυασμό ήδη υπαρχουσών ιδεών και ως εκ τούτου μπορεί να περιγραφεί με βάση τους μηχανισμούς που παράγουν το ήδη γνωστό. Κι όμως, μια τέτοια συλλογιστική θα ήταν ελλιπής αφού η δημιουργική ιδέα, αν και λειτουργεί με βάση τους υπάρχοντες περιορισμούς, ταυτόχρονα τους ξεπερνά από τη στιγμή που προσφέρει μια καινούργια πληροφορία που μέχρι εκείνη τη στιγμή εθεωρείτο αδύνατη.

Μελετώντας την δημιουργικότητα – Το επιστημονικό πρότυπο

Όπως ήδη ειπώθηκε, υπάρχουν διάφορες μέθοδοι μελέτης της δημιουργικότητας. Ακόμη και στο χώρο του επιστημονικού παραδείγματος της ψυχολογίας έχουν προταθεί διάφορες προσεγγίσεις όπως η ψυχαναλυτική θεωρία, η ψυχομετρική προσέγγιση, η συνειρμική θεωρία, η γνωστική προσέγγιση και οι αναλύσεις ατομικών περιπτώσεων. Στο παρόν άρθρο θα περιγράψουμε μια συνθετική-διεπιστημονική προσέγγιση (Sternberg & Lubart, 1991), η οποία προσπαθεί να φωτίσει το φαινόμενο της δημιουργικότητας συνδυάζοντας γνωστικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες και για το λόγο ότι κρίνεται ως πιο περιεκτική.

Σε ό,τι αφορά στη γνωστική συνιστώσα της δημιουργικότητας σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι γνωστικές διεργασίες, ήτοι οι διεργασίες σχεδιασμού και αξιολόγησης, η αναλογική ικανότητα, η αποκλίνουσα σκέψη και η φαντασία, οι εξειδικευμένες ανά πεδίο δομές γνώσης και οι μεταγνωστικές διεργασίες, οι οποίες επιτρέπουν την παρακολούθηση της πορείας επίλυσης των διάφορων προβλημάτων. Ακόμη, κρίσιμα συστατικά στοιχεία αποτελούν το διανοητικό ύφος (ολιστικό/τοπικό, συντηρητικό/προοδευτικό), τα κίνητρα (προσωπική περιέργεια, εγγενές ενδιαφέρον, επιδίωξη εξωτερικών αμοιβών) και παράγοντες προσωπικότητας, για τους οποίους θα μιλήσουμε εκτενέστερα στη συνέχεια. Από την άλλη, οι κοινωνικοί και ευρύτεροι κοινωνικοί παράγοντες διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στην εκδήλωση της δημιουργικότητας. 

Πέρα από τις προσωπικές ικανότητες, γνώσεις και δεξιότητες, ένα πλούσιο σε ερεθίσματα περιβάλλον είναι αυτό που θα ευνοήσει την εκδήλωση δημιουργικών σκέψεων και συμπεριφορών. Ως περιβάλλον νοείται και το ευρύτερο πολιτισμικό περιβάλλον, η στάση του οποίου διαμορφώνει πρόσφορες συνθήκες μάθησης και αμείβει τις δημιουργικές προσπάθειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα περιβαλλοντικής επιρροής αποτελεί η έμφαση στη συμμόρφωση, η οποία οδηγεί σε δεξιοτεχνία, σε αντιδιαστολή με την έμφαση στο νέο και την πρωτοτυπία, η οποία οδηγεί σε δημιουργία (Gardner, 1983). Ακόμη, στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας φαίνεται να συμβάλλει και το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Τελευταία, αλλά επ’ ουδενί ήσσονος βαρύτητας, είναι και η σημασία της κριτικής. Η κριτική έρχεται ως ανατροφοδότηση στη δημιουργία ενός έργου, η οποία συχνά απορρέει από τις εξωτερικές προδιαγραφές που θέτουν οι ανά τομέα επαΐοντες και μπορεί να αποτελέσει οδηγό αυτορρύθμισης της συμπεριφοράς. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της κριτικής, η οποία είναι εποικοδομητική και προωθεί τη δημιουργική σκέψη και δράση, και της πρώιμης και υπερβολικά αυστηρής κριτικής, η οποία μπορεί να δράσει ανασταλτικά στη παραγωγή και έκφραση δημιουργικών σκέψεων.


Δημιουργική σκέψη και νοημοσύνη

Η δημιουργική σκέψη ως σύνθετη ψυχολογική συνιστώσα μπορεί να οριστεί και αυτή με διάφορους τρόπους. Είναι η σκέψη που οδηγεί σε δημιουργικά προϊόντα και σε ιδιαίτερους τρόπους επίλυσης προβλημάτων. Ακόμη, η δημιουργική σκέψη μπορεί να ιδωθεί ως ικανότητα σύνδεσης απόμακρων συνειρμών, ασυνήθιστων ιδεών και παραγωγής εναλλακτικών λύσεων. Η σχέση της δημιουργικής σκέψης με τη νοημοσύνη φαίνεται να είναι σύνθετη αλλά όχι αρκετά ξεκάθαρη. Η γενική νοημοσύνη φαίνεται να είναι αναγκαία αλλά μη επαρκής συνθήκη για την εκδήλωση δημιουργικής συμπεριφοράς (Ευκλείδη, 2011). Νεότερες έρευνες, ωστόσο, έδειξαν ότι ορισμένες όψεις της νοημοσύνης έχουν σε σημαντικό βαθμό κοινό νευρωνικό υπόστρωμα με όψεις της δημιουργικότητας, ιδίως σε περιοχές όπως ο βρεγματικός λοβός και ο προ-μετωπιαίος φλοιός (Frith et al., 2020; Kenett et al., 2018). Επιπροσθέτως, φαίνεται ότι στην εκδήλωση δημιουργικής σκέψης σημαντικό ρόλο κατέχει η λειτουργική συνδεσιμότητα των περιοχών του εγκεφάλου (Beaty et al., 2018) και η σημασιολογική μνήμη. Τα δημιουργικά άτομα φαίνεται να ομαδοποιούν πληροφορίες σε μικρότερες και περισσότερες ποσοτικά ομάδες (clustering) και έχουν ευρύτερη ικανότητα ανάκτησης πληροφοριών (Benedek et al., 2016).

Ακόμη και με βάση τα παραπάνω δε μπορεί να ειπωθεί ότι έχει λυθεί το μυστήριο της δημιουργικότητας και της δημιουργικής σκέψης. Η δημιουργική σκέψη ως ικανότητα, δεν έχει μελετηθεί επαρκώς τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στα σημεία σύνδεσής της με ειδικές ικανότητες, όπως η ζωγραφική και η μουσική. Ακόμη, αξίζει να επισημανθεί ότι συχνά παρατηρείται η ανάπτυξη μιας εξαιρετικής ικανότητας σε παιδιά με χαμηλότερες του μέσου όρου βαθμολογίες σε δοκιμασίες νοημοσύνης ή και σε παιδιά στο φάσμα διαταραχών του αυτισμού. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ανάλογα φαινόμενα μπορεί να αποτελούν μια έκφραση του συνδρόμου Savant (Pring, Ryder, Crane, & Hermelin, 2011; Treffert, 2009), ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση θα ήταν προτιμητέο να μην απαντά κανείς ελαφρά τη καρδία. Υπάρχουν περιπτώσεις παιδιών που απλώς παύουν να εκδηλώνουν μια συμπεριφορά (αν και δύνανται να την εκδηλώσουν) με την αλλαγή περιβάλλοντος ή λόγω έλλειψης κινήτρου. Αυτό σημαίνει ότι οι διεργασίες που σχετίζονται με την δημιουργικότητα είναι βαθιές, δυναμικές και δύσκολα ερμηνεύσιμες.


Ανάπτυξη δημιουργικής σκέψης

Η ανάπτυξη της δημιουργικής σκέψης αποτελεί ένα δύσκολο ως προς τη μέτρησή του φαινόμενο, καθώς δεν υπάρχουν κοινά κριτήρια σύγκρισης μεταξύ παιδιών και ενηλίκων (Ευκλείδη, 2011). Δεν υπάρχουν, παρά λιγοστές δοκιμασίες μέτρησης της δημιουργικότητας (οι οποίες, μάλιστα δε συμπεριλαμβάνονται σε δοκιμασίες νοημοσύνης) και συχνά οι δοκιμασίες αυτές δεν προβαίνουν σε λεπτές εννοιολογικές διακρίσεις, απαραίτητες για την περαιτέρω κατανόηση του δημιουργικού δυναμικού και της δυνατότητας δημιουργικής έκφρασης ενός παιδιού. Ένας τέτοιος περιορισμός είναι σημαντικός διότι δυσχεραίνει μεθοδολογικά την άμεση σύνδεση της δημιουργικότητας με τη διδακτική παρέμβαση (Κούσουλας, 2004). Ακόμη, σε διάφορες μετρήσεις δημιουργικότητας επιστρατεύεται, ως κριτήριο εξωτερικής εγκυρότητας, η άποψη των ειδικών. Σε μελέτη που έγινε στην Ελλάδα (Ζμπάινος, Μπελογιάννη, & Κατσαμπάνης, 2019), διερευνήθηκε η σχέση δημιουργικότητας και σχολικής επίδοσης σε παιδιά δημοτικού με τη δοκιμασία δημιουργικής σκέψης Torrance και με δασκάλους και εικαστικούς στο ρόλο των ειδικών (εξωτερικό κριτήριο). Διαπιστώθηκε ότι οι δάσκαλοι αξιολογούσαν τη δημιουργικότητα χρησιμοποιώντας διαφορετικά κριτήρια από εκείνα του ψυχομετρικού εργαλείου. Οι εικαστικοί, αν και έτειναν να συμφωνούν εν μέρει με τους δασκάλους, φαίνεται ότι έλαβαν σε μικρότερο βαθμό υπόψη ορισμένα από τα κριτήρια της δοκιμασίας Torrance. Τέλος, οι διαστάσεις της δημιουργικότητας που αξιολογήθηκαν ψυχομετρικά δε φάνηκε να λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση της σχολικής επίδοσης και αυτό είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο.

Σε ό,τι αφορά στην ανάπτυξη της δημιουργικής ικανότητας, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, πρώτον, αυτή δεν ακολουθεί γραμμική πορεία, και, δεύτερον, παρουσιάζονται ατομικές διαφορές, διαφορές φύλου, διαφορές ως προς το έργο και διαφορές πολιτισμικού πλαισίου. Αυτό σημαίνει ότι είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αξιολογήσουμε τη δημιουργικότητα και τα συστατικά της στοιχεία ως εξελισσόμενες με την πάροδο του χρόνου έννοιες, εντούτοις μπορεί να ειπωθεί σε αδρές γραμμές ότι η ικανότητα αποκλίνουσας σκέψης (και όχι η δημιουργικότητα per se) αυξάνεται κατά τα 3,5 με 4 χρόνια. Έπειτα παρατηρείται πτώση και εκ νέου βελτίωση. Στην ηλικία των 10 περίπου ετών, σημειώνεται εκ νέου πτώση και προοδευτική βελτίωση στα 13 -14 έτη. Σημαντική παράμετρο ανάπτυξης της αποκλίνουσας γνώσης συνιστά και το παιχνίδι προσποίησης (Russ, Robins, & Christiano, 2010). Αντίστοιχα, στους ενήλικες η πιο δημιουργική περίοδος εντοπίζεται στη δεκαετία των τριάντα χρόνων, αναλόγως και με το πεδίο ενασχόλησης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι πραγματική δημιουργικότητα δίχως βαθιά και εξειδικευμένη γνώση δεν μπορεί να υπάρξει (πλην των περιπτώσεων των παιδιών – θαυμάτων) και ότι η δημιουργικότητα δεν προκύπτει από το μηδέν.  Αυτό που στα παιδιά εκδηλώνεται ως πρωτότυπη συμπεριφορά συνήθως προκύπτει λόγω άγνοιας των περιορισμών της γνώσης και λόγω συνδυασμού συνειρμών, οι οποίοι είναι ασυμβίβαστοι με βάση την γνώση του ενημερωμένου ατόμου. Ακόμη, τα παιδιά συχνά δεν έχουν συναισθηματικούς περιορισμούς. Για το λόγο αυτό, οι ερμηνείες τους, αν και συχνά μη αληθοφανείς, δεν συνιστούν πρόβλημα για τα ίδια. Ένα τελευταίο σημείο ενδιαφέροντος αναφορικά με την ανάπτυξη της δημιουργικότητας, είναι ότι η εις βάθος γνώση δεν οδηγεί αιτιωδώς στην πρωτοτυπία και τη δημιουργικότητα και, δεύτερον, αναδρομικές μελέτες ατόμων που χαρακτηρίζονται ως δημιουργικά, έδειξαν ότι τα άτομα αυτά εκδήλωναν τις πρώτες διερευνητικές τάσεις ήδη από νεαρή ηλικία (Gardner, 1983).


Το δημιουργικό άτομο

Βάσει όσων προλέχθηκαν, η αναζήτηση για τη «λύση» του μυστηρίου της δημιουργικότητας θα έμενε ατελέσφορη, αν δεν γινόταν μνεία στα χαρακτηριστικά εκείνα της προσωπικότητας του ατόμου που το καθιστούν δημιουργικό. Άτομα που διακρίνονται για την αυτονομία της σκέψης τους, την εφευρετικότητα, την ανοχή της ασάφειας , την έλξη προς την πολυπλοκότητα και τον ενθουσιασμό τους, φαίνεται να κατέχουν ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά που συσχετίζονται εμφανώς με τη δημιουργικότητα.  Αναφορικά με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, μετα-ανάλυση των Karwowski και Lebuda (2016), έδειξε ότι οι δημιουργικές πεποιθήσεις (creative self-beliefs) σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας της μεγάλης Πεντάδας (Big Five) και με τους 2 υπέρ παράγοντες (Huge Two). Ισχυρότερος προβλεπτικός παράγοντας φάνηκε να είναι η ανοιχτή στάση προς νέες εμπειρίες, ακολουθούμενη από την «Εξωστρέφεια», την «Ευσυνειδησία» και τη «Συνεργατικότητα». Ακόμη, οι δημιουργικές πεποιθήσεις συσχετίστηκαν θετικά με τον υπέρ παράγοντα «Ευπλαστότητα». Ιεραρχική παραγοντική ανάλυση, έδειξε επίσης ότι ο ιεραρχικά ανώτερος παράγοντας της «Περιέργειας» σχετίζεται θετικά με την όψη του δημιουργικού εαυτού, ο οποίος περιλαμβάνει τις πεποιθήσεις δημιουργικής αυτό-αποτελεσματικότητας και της δημιουργικής προσωπικής ταυτότητας (Karwowski, 2012). Επιπλέον, η δημιουργικότητα μπορεί να συσχετιστεί εννοιολογικά και με άλλα θεωρητικά πλαίσια, όπως το ψυχοκοινωνικό μοντέλο του Erikson (Ταυτότητα και Παραγωγικότητα) (Dollinger, Dollinger, & Centeno, 2009).

Τα δημιουργικά άτομα, ωστόσο, διαθέτουν και μια σκοτεινή πλευρά. Όπως έχει υποστηριχθεί από τον Eysenck, και όπως παρατηρεί κανείς και στην πραγματικότητα, δεν σπανίζουν οι περιπτώσεις δημιουργικών κατά γενική ομολογία ατόμων, τα οποία επιδεικνύουν έπαρση, κυνισμό, έλλειψη αναστολών, επιθετικότητα, εχθρότητα και, σε ακραίο βαθμό, ψυχοπαθολογία (συνήθως λαμβάνουν κάποια από τις διαγνώσεις διαταραχών διάθεσης ή και ψύχωσης). Συχνά τα άτομα αυτά δε θεωρούνται από τον περίγυρό τους συμπαθή ή φιλικά, δε συμμορφώνονται κοινωνικά και  τα κίνητρά τους είναι ιδιοτελή. Συχνά, τα δημιουργικά άτομα μπορεί να επιδίδονται σε πράξεις ανειλικρίνειας και ανηθικότητας, ιδίως όταν οι κοινωνικοί περιορισμοί είναι χαμηλοί. Μια υπόθεση για τους λόγους που συμβαίνει αυτό είναι η αυτόνομη σκέψη και το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς των ατόμων αυτών (Antoniou, 2015). 

Επιλογικά, μπορεί να ειπωθεί ότι η δημιουργικότητα είναι μια πολυσύνθετη έννοια ιδιαίτερου ερευνητικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος, η οποία ευδοκιμεί και αναπτύσσεται όπου υπάρχει αρμονία μεταξύ προσωπικών και κοινωνικών – περιβαλλοντικών συνθηκών και προϋποθέσεων. Μπορεί να καλλιεργηθεί και συνιστά κρίσιμη παράμετρο για την διάπλαση μιας προσωπικότητας, στο μέτρο που δίνει χώρο στην ανακάλυψη και αξιοποίηση ιδιαίτερων κλήσεων, οι οποίες συχνά μένουν στο σκοτάδι καθότι δεν συνάδουν με το επικρατούν κοινωνικό και εκπαιδευτικό πρότυπο.


Σωζόπουλος Χρήστος,

Ψυχολόγος, - Ειδ. Συστημικός ψυχοθεραπευτής


Βιβλιογραφία


Antoniou, R. (2015). Moral Thinking, Creativity, and Deception: The paradox of moral thinking. 10.13140/RG.2.1.2766.8648.

Beaty, R. E., Kenett, Y. N., Christensen, A. P., Rosenberg, M. D., Benedek, M., Chen, Q., Fink, A., Qiu, J., Kwapil, T. R., Kane, M. J., & Silvia, P. J. (2018). Robust prediction of individual creative ability from brain functional connectivity. Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America115(5), 1087–1092. https://doi.org/10.1073/pnas.1713532115

Benedek, M., Kenett, Y., Umdasch, K., & Anaki, D. Faust, M., Neubauer, C. A. (2016). How semantic memory structure and intelligence contribute to creative thought: a network science approach. Thinking and Reasoning, 23(2). 158-183. 10.1080/13546783.2016.1278034.

Dollinger, J. S., Dollinger, C. M. S, & Cesteno, L. (2009). Identity and Creativity. Identity. An international Journal of Theory and Research, 5(4), 315-339.

Ζμπάινος, Δ., Μπελογιάννη, Β., & Κατσαμπάνης, Π. (2019). Εκτιμήσεις της δημιουργικότητας των μαθητών δημοτικού σχολείου μέσω ψυχομετρικής και συναινετικής αξιολόγησης, και η σχέση τους με τη σχολική επίδοση. Προσχολική & Σχολική Εκπαίδευση, 7(2), σσ. 139-154. doi: http://dx.doi.org/10.12681/ppej.20464

Frith, E., Elbich, D. B., Christensen, A. P., Rosenberg, M. D., Chen, Q., Kane, M. J., Silvia, P. J., Seli, P., & Beaty, R. E. (2020). Intelligence and creativity share a common cognitive and neural basis. Journal of Experimental Psychology: General. Advance online publication.

Gardner, H. (1983). Frames of mind: The theory of multiple intelligences. New York: Basic Books

Houtz, J.C. (Ed.), (2003). The educational psychology of creativity. Cresskill, NJ: Hampton.

Karwowski, M. (2012). Did Curiosity Kill the Cat? Relationship Between Trait Curiosity, Creative Self-Efficacy and Creative Personal Identity. Europe’s Journal of Psychology8(4), 547-558. https://doi.org/10.5964/ejop.v8i4.513

Karwowski, M., & Lebuda, I. (2016). The big five, the huge two, and creative self-beliefs: A meta-analysis. Psychology of Aesthetics, Creativity, and the Arts, 10(2), 214–232. https://doi.org/10.1037/aca0000035

Kenett, Y. N., Medaglia, J. D., Beaty, R. E., Chen, Q., Betzel, R. F., Thompson-Schill, S. L., & Qiu, J. (2018). Driving the brain towards creativity and intelligence: A network control theory analysis. Neuropsychologia118(Pt A), 79–90. https://doi.org/10.1016/j.neuropsychologia.2018.01.001

Κούσουλας Φ. (2004). Έλεγχος εγκυρότητας και αξιοπιστίας σε δοκιμασίες εκτίμησης της δημιουργικής έκφρασης. Η γνωστική ψυχολογία σήμερα, γέφυρες για τη μελέτη της νόηση: Πανελλήνιο Συνέδριο Γνωστικής Ψυχολογίας 2004. Αλεξανδρούπολη. Διαθέσιμο στο: http://benl.primedu.uoa.gr/database1/elegxos_egkyrotitas.pdf

Kωσταρίδου-Ευκλείδη, Α. (2011). Ψυχολογία της Σκέψης. Αθήνα: Πεδίο.

Ξανθάκου, Γ. (1998). Η δημιουργικότητα στο σχολείο. Αθήνα: Ελληνικά γράμματα.

Pring, L., Ryder, N., Crane, L., & Hermelin, B. (2012). Creativity in savant artists with autism. Autism, 16(1), 45–57. https://doi.org/10.1177/1362361311403783

Russ, W. S., Robins, L. A., & Christiano, A. B. (2010). Pretend Play: Longitudinal Prediction of Creativity and Affect in Fantasy in Children. Creativity Research Journal, 12(2), 129-139.

Sternberg, R. J., & Lubart, T. I. (1991). An investment theory of creativity and its development. Human development, 34, 1-31.

Treffert D. A. (2009). The savant syndrome: an extraordinary condition. A synopsis: past, present, future. Philosophical transactions of the Royal Society of London. Series B, Biological sciences, 364(1522), 1351–1357. https://doi.org/10.1098/rstb.2008.0326

Ward, T.B., Smith, S.M. and Vaid J. (2001). Creative Thought: An investigation of conceptual structures and processes. Washington: American Psychological Association

#inmedhealth

►Βρείτε μας στο Facebook: shorturl.at/aknuQ

►Βρείτε μας στο Instagram: shorturl.at/vC079

►Βρείτε μας στο Linkedin: shorturl.at/isY08

►Επικοινωνήστε μαζί μας στο inmedhealth.gr@gmail.com


*Οι απόψεις των εθελοντών αρθρογράφων είναι απολύτως προσωπικές και δεν εκφράζουν απαραίτητα την άποψη του ιδιοκτήτη.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια